ΣΤΗΡΙΞΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΜΑΣ & ΓΙΝΕ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ OFICRETE

Oficrete

Ο Χάιμε, ο κυρ Θανάσης και ένας ταβερνιάρης

Στην Κρήτη έχουμε ένα έθιμο: όταν κάποιος παντρεύεται, του δίνουμε λεφτά.
Πάνε κάποια χρόνια, πριν πιάσει ακόμη γερά η κρίση, που παντρεύτηκα κι εγώ και βρεθήκαμε με τη γυναίκα μου μ’ ένα μικρό κομπόδεμα, από τα δώρα του γάμου. Δεν το πολυσκεφτήκαμε για να κάνουμε πράξη μια απ’ τις πιο δημοφιλείς νεοελληνικές φαντασιώσεις· βουτήξαμε τα λεφτά και φύγαμε για τη Λατινική Αμερική.

Στο τέλος της περιοδείας καταλήξαμε στο Σαντιάγο της Χιλής. Ωραία πόλη το Σαντιάγο, σχεδόν κεντροευρωπαϊκή, με τα βουλεβάρτα και τα μνημεία του, χτισμένο στους πρόποδες της κορδιλιέρας των Άνδεων. Πόλη να τήνε περπατήσεις, με τους εμπορικούς της πεζόδρομους και τα φαρδιά πεζοδρόμια.

Σ’ έναν τέτοιο πεζόδρομο πήρε το μάτι μου μια επιγραφή, στην προμετωπίδα ενός καταστήματος. «El Griego» έγραφε η πινακίδα, «ο Έλληνας» πάει να πει, το σφύριξα στην παρέα και πήγαμε να δούμε ποιος ήτανε ο Έλληνας που άνοιξε μαγαζί σ’ αυτή την εσχατιά της οικουμένης.

Μπήκαμε και με τα λιγοστά μας ισπανικά ρωτήσαμε τους υπαλλήλους ποιος είναι ο Έλληνας του μαγαζιού. Στο λεπτό μας φώναξαν έναν κύριο ηλικιωμένο, που μας πλησίασε φιλικά και αποκρίθηκε στα ελληνικά «εγώ είμαι ο Έλληνας, πώς να σας βοηθήσω;»

Πιάσαμε την κουβέντα, Θανάση τόνε λέγανε θαρρώ, και τον ρωτήσαμε για τη ζωή του. «Εδώ καταπιάστηκα με τις επιχειρήσεις, καλά πήγα δόξα τω θεώ, δεν είμαστε και πολλοί Έλληνες στη Χιλή, και κάποια στιγμή μπλέχτηκα και με το ποδόσφαιρο, στη διοίκηση μιας ομάδας εδώ», μας αφηγήθηκε.

Ρεύμα με χτύπησε στην τελευταία αποστροφή του· «κι εγώ ασχολούμαι με το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, χρόνια ανακατεύομαι με τα πράγματα του Ο.Φ.Η., αν τον θυμάστε», του είπα.

«Με τον Ο.Φ.Η. !», φωτίστηκε το πρόσωπό του. «Ξέρεις με ποιον μιλάς;», συνέχισε με έξαψη. «Εγώ έφερα τον Βέρα στον Ο.Φ.Η.! Έπαιζε στην ομάδα μου τότε! Θυμάμαι είχε έρθει ένας σκληρός διαπραγματευτής, ο Κώστας Καζανάκης, και μας έκανε παζάρια. Καλά είναι ο Καζανάκης; Να μου τον χαιρετάς!» κι αρχίνισε κι έλεγε, κι έλεγε και δεν είχε σταματημό.

Για δες πώς τα φέρνει η ζωή, έξι εκατομμύρια ψυχές έχει το Σαντιάγο και βρήκα να πέσω επάνω στον άνθρωπο που έφερε τον Βέρα στον Ο.Φ.Η.! Έτσι μου τα’ πε, έτσι σας τα μεταφέρω, με κάθε επιφύλαξη μιας και στους ανθρώπους αρέσει μερικές φορές να τα φουσκώνουνε λίγο τα πράματα.

Θυμήθηκα πως στο ξενοδοχείο, μες στη βαλίτσα, είχα ένα μπλουζάκι των Snakes. Έφυγα σφαίρα, το έβαλα σε μια τσαντούλα και του το πήγα δώρο.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά μας έκοψε πείνα, πήγαμε στην ψαραγορά του Σαντιάγο να φάμε σ΄ ένα ταβερνάκι και να ΄σου ο ταβερνιάρης, που είδε ξένους κι ήρθε για κουβέντα.

Τρελοί με το ποδόσφαιρο οι Χιλιανοί, έπιασε κι αυτός τα ποδοσφαιρικά του και μας έλεγε για τους αγαπημένους του παίχτες. Πώς μου ‘ρθε και του είπα «ένας Χιλιανός έπαιζε κάποτε στην ομάδα μου στην Ελλάδα, ο Χάιμε Βέρα, τον ξέρεις;»

Κρέμασε το σαγόνι του ίσαμε το πάτωμα πριν αρχίσει να αλαλάζει «ο Χάιμε Βέρα! Ο Χάιμε Βέρα!», έλεγε και διάφορα ακατάληπτα στα ισπανικά και στο τέλος μας κέρασε και μια μποτίλια κρασί.

Η γυναίκα μου έμεινε με την απορία, πώς είναι δυνατόν ένα όνομα ποδοσφαιριστή που έπαιζε κάποτε στον Ο.Φ.Η. να γίνει αφορμή για τόσες διαχύσεις και να φέρει άγνωστους ανθρώπους κοντά μεταξύ τους, σε μια χώρα στην άκρη του κόσμου.

Της διέφευγε μια κρίσιμη λεπτομέρεια: δεν επρόκειτο για έναν ποδοσφαιριστή.

Εδώ μιλάμε για τον Χάιμε Βέρα. Τον θρύλο του Ο.Φ.Η., τον θρύλο της Χιλής.

Jaime, bienvenido a tu casa.

Χάιμε, καλωσόρισες σπίτι σου. 

Oficrete