ΣΤΗΡΙΞΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΜΑΣ & ΓΙΝΕ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ OFICRETE

Oficrete
27/11/2018 - 14:10

Μπριτζόλα*

Αναρωτιόσαστε γιατί - και - στο ματς με τον Άρη μας πιάσανε στον ύπνο.

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Ο Αργόσχολος
Γράφετε, αναλύετε, σας φταίνε θεοί και δαιμόνοι και δε βλέπετε το προφανές: μας πιάνουνε στον ύπνο, γιατί οι παίχτες μας νυστάζουνε. Αλλιώς πώς θα μας πιάνανε στον ύπνο;

Όλη η κακοδαιμονία ξεκινά από τα βραδινά ματς. Μπαίνει μέσα ο άλλος Κυριακή βράδυ και χασμουριέται. Ποιος έχει διάθεση να κάνει πράματα το βράδυ της Κυριακής;

Από μικροί που ήμασταν, μας στρίμωχνε η μάνα μας να διαβάσουμε για τη Δευτέρα. Και που μεγαλώσαμε, την άλλη μέρα το πρωί μας περίμενε ένας προϊστάμενος στο γραφείο ή ένας σκασμός δουλειές σε τράπεζες και εφορίες. Μένουνε τα κατάλοιπα, έχουνε περάσει στο εθνικό μας υποσυνείδητο.

Ξέρετε κανέναν να έχει διάθεση την Κυριακή τ’ απόγεμα; Σκέτη κατάθλιψη. Γιατί να έχουν οι ποδοσφαιριστές μας;

Θα μου πεις, κι οι αντίπαλοι γιατί παίζουν καλύτερα; Και γι’ αυτούς Κυριακή απόγεμα δεν είναι;

Ο Αργόσχολος έχει την απάντηση: η κατάθλιψη του βραδινού της Κυριακής και της Τσαγκαροδευτέρας είναι ελληνικό φαινόμενο. Κι ο Ο.Φ.Η. έχει τους περισσότερους Έλληνες στην εντεκάδα, από όλες τις ομάδες της κατηγορίας!

Με τον Ολυμπιακό - που κερδίσαμε - σκόραρε Έλληνας; Όχι! Με τον Άρη - που χάσαμε - σκόραρε Έλληνας; Όχι!

Να καταθέσουμε αίτημα να παίζουμε όλα τα ματς στις τρεις το μεσημέρι. Όπως παλιά.

Τότε που ο μπάρμπας μας, γύριζε απ’ το καφενείο στις έντεκα το πρωί και γκάζωνε τη θεια μας για να ‘ναι το φαΐ έτοιμο στη μία. Να προλάβει να πάει φαωμένος στο γήπεδο στις τρεις!

Σηκωνότανε απ’ το τραπέζι λαδομουστακιασμένος, άρπαζε ένα σπαστό φραπέ στο ένα χέρι, βούταγε κι όποια πιτσιρίκια έβρισκε στο σπίτι, στο άλλο χέρι και μετά από ένα σλάλομ στα βουλεβάρτα του Ηρακλείου, διανθισμένο με μούντζες και χριστοπαναγίες, προς όποιον έφραζε το δρόμο προς το Γεντί Κουλέ, παρκάριζε στην πιο αδιανόητη ρεμίζα των Καμινίων και κατόρθωνε πάντοτε στις τρεις παρά δύο να κάθεται στο αμπονέ του.

Πριν ξεκινήσει να στολίζει προκαταβολικά τον επόπτη, έβγαζε απ’ τα τρίσβαθα του σακακιού μια οδοντογλυφίδα πολλαπλών χρήσεων για να καθαρίσει τη μεσημεριανή μπριτζόλα που ήταν ακόμη κολλημένη στο δόντι. Και μετά ξεκίναγε το μεροκάματο.

Ωραία που ήταν τα μεσημεριανά ματς! Να αχνίζει το Γεντί Κουλέ γύρω γύρω από τις καντίνες με τα βρώμικα κι από τις ψησταριές των γειτόνων.

Κι όταν μεγαλώσαμε, μετά το ματσάκι είχαμε ακόμη την ημέρα μπροστά, να καταπολεμήσουμε την άτιμη την κατάθλιψη του κυριακόβραδου.

Ρακές και μεζέδες στα καφενεία γύρω τριγύρω κι άμα λάχει προλαβαίναμε να πάμε και σινεμά με το πρόσωπο.

Όπου, φυσικά, πάντα μας έπαιρνε ο ύπνος στη μέση της ανιαρής, αισθηματικής ταινίας. Κι όταν το πρόσωπο μάς σκουντούσε βουρκωμένο απ’ τη συγκίνηση του έρωτα του πρωταγωνιστή και της πρωταγωνίστριας, εμείς τιναζόμασταν επάνω και ρωτάγαμε μες στη νύστα μας:

«Τι έγινε, το βάλαμε;»

Βάλτε τα ματς ξανά στις τρεις.

Κι ιστορικά να το δεις, τότε διέπρεψε παλιά ο Ο.Φ.Η. Το καταμεσήμερο.

*Στο προαιώνιο ερώτημα «μπριζόλα, μπριτζόλα, πριζόλα ή μπριντζόλα», ο Αργόσχολος παίρνει θέση: δεν ξέρω τι κάνετε αλλού, στην Κρήτη πάντως τρώμε μπριτζόλες.

Oficrete