Έπαιρνε το λαγούτο του, και σιγανοπερπάτει,
και οι φιλοι του έφτιαχναν κουίζ ανάδεια εις στο παλάτι.
Είναι η πένα του γλυκιά, φωνή είχε σαν αηδόνι,
και οποία καρδιά τον εγροικά την τσέπη του φουσκώνει.
Έλεγε και ξανάλεγε για κουμπαριές και πάθη,
για να εγροικά ο κάθειδης το κόλπα του να μάθει.
Μα απ’όλους τα'άλλους πιο πολύ τα γροίκα η Μουστακαλούσα,
και οι έγνοιες για το στοίχημα ξύπνια την εκρατούσα.
Ποιός είναι αυτός που ρουφιανιές με στυλ κουίζ τσι λέει;
Αυτός που θέλει ένα λαό με το σκοπό να κλαίει.
Και οληνυχτίς ανάπαυση δεν είχε μα λογιάζει,
τ'αφεντικό που γούζετε και βαριαναστενάζει.
Κι ο Στρατηγός μια που τσι πολλές εθέλησε να μάθει:
"Ποιός είναι αυτός που τραγουδεί των λαμογιών τα πάθη,
τόσο γλυκά και νόστιμα που ταίρι άλλο δεν έχει ;"
Και βάλθηκε να του τα πεί και να τον εκατέχει.
Και μιαν ημέρα κάλεσμα έκανε απ'το παλάτι,
και φώναξε για ν ακουστεί... στα φρύδια του σας γράφει!!!